Πλήγμα για τη Δυτική Μακεδονία η μείωση της λιγνιτοπαραγωγής
Σε απώλεια του 50% των θέσεων εργασίας που προσέφερε στη Δυτική Μακεδονία η εκμετάλλευση του λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή το 2014, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει η υιοθέτηση στόχου για συμμετοχή του συγκεκριμένου καυσίμου στο ενεργειακό μείγμα κατά 35% τα επόμενα 35 χρόνια.
Αυτό τόνισε η γενική διευθύντρια Ορυχείων της ΔΕΗ, Όλγα Κουρίδου, μιλώντας στην ημερίδα που διοργάνωσε στις 9 Ιουλίου στην Κοζάνη, το Σωματείο “Σπάρτακος”, με θέμα τον ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας και την ανταγωνιστικότητα του λιγνίτη, καθώς και τις επιπτώσεις που θα έχουν οι επερχόμενες αλλαγές στη Δυτική Μακεδονία.
Τόσο η κ. Κουρίδου, όσο και ο γενικός διευθυντής Παραγωγής της ΔΕΗ Γιάννης Κοπανάκης, παρουσίασαν με μελανά χρώματα το μέλλον της λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ, η οποία βαίνει διαρκώς μειούμενη. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με την κ. Κουρίδου το 2016 η συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα της ΔΕΗ θα είναι χαμηλότερη του 30% και θα διαμορφωθεί σε περίπου 15 TWh, έναντι 27,4 TWh το 2010.
Αυτό σημαίνει ότι ήδη έχει συντελεστεί μείωση της λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ κατά 45% και, όπως προκύπτει, στόχος της επιχείρησης είναι να ανακοπεί η κατάρρευση και να επέλθει ισορροπία στο ενεργειακό μίγμα με συμμετοχή του λιγνίτη στο 35%.
Οι λόγοι που οδηγούν στη μείωση της συμμετοχής του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή είναι μεταξύ άλλων:
– Η μείωση της ζήτησης εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα από 56,3 TWh το 2008 μειώθηκε σε 51,3 TWh το 2015 και αυτό σημαίνει μείωση της κατανάλωσης λιγνίτη κατά 12 εκατ τόνους.
– Οι χαμηλές τιμές του φυσικού αερίου λόγω της μείωσης των τιμών του πετρελαίου διεθνώς, οι οποίες παρά την όποια αναμενόμενη ανάκαμψη, προβλέπεται ότι θα παραμείνουν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.
– Η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα ως αποτέλεσμα της ευνοϊκής τιμολόγησης τους. Όπως είπε χαρακτηριστικά η κ. Κουρίδου, το ΕΤΜΕΑΡ (τέλος υπέρ των ΑΠΕ) στους λογαριασμούς των τελικών καταναλωτών είναι σχεδόν ίσο με κόστος του ρεύματος και το ύψος αυτό οφείλεται μόνο στην επιλογή που έχει γίνει να αποσβεστούν ταχύτατα οι επενδύσεις στις ΑΠΕ.
– Ο διπλασιασμός των εισαγωγών ρεύματος από γειτονικές χώρες όπου η τιμή του ρεύματος δεν επιβαρύνεται από κόστος αγοράς δικαιωμάτων ρύπων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εισαγωγές ρεύματος από 5,5 TWh το 2008, ανήλθαν σε 9,5 TWh το 2015.
– Ο αποκλεισμός των λιγνιτικών μονάδων από τον προσωρινό μηχανισμό παροχής πιστοποιητικών διασφάλισης ισχύος (ΑΔΙ).
– Τα ΝΟΜΕ
– Η γήρανση των λιγνιτικών μονάδων
Με βάση αυτά τα δεδομένα και προκειμένου να διατηρηθεί η χρήση του εγχώριου λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή και να αποτραπούν ανεξέλεγκτες επιπτώσεις για τη ΔΕΗ, τη χώρα, αλλά και η Δυτική Μακεδονία η οποία εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την εκμετάλλευση του λιγνίτη, η ΔΕΗ προκρίνει ως στόχο τη διατήρηση της συμμετοχής του λιγνίτη στο 35% του ενεργειακού μίγματος.
Μάλιστα απαντώντας στα επιχειρήματα περί των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της καύσης του λιγνίτη η κ. Κουρίδου σημείωσε ότι το 2020 οι εκπομπές CO2 στην Ελλάδα θα είναι μειωμένες κατά 38%, έναντι στόχου της ΕΕ για μείωση κατά 21%, ενώ το 2030 οι εκπομπές θα είναι μειωμένες κατά 55% έναντι ευρωπαϊκού στόχου 33%.
Όπως είπε όμως χαρακτηριστικά η κ. Κουρίδου «ένα βίαιο σταμάτημα της λιγνιτικής παραγωγής θα το πληρώσει πρώτα και πάνω απ΄όλους η Δυτική Μακεδονία». Υπενθυμίζοντας ότι ο στόχος του 35% για τα επόμενα 35 χρόνια, είναι στην πραγματικότητα το ήμισυ της συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα του 2014, η κ. Κουρίδου σημείωσε ότι είναι διαφορετικό να κλείνεις ορυχεία και να εγκαταλείπεις κοιτάσματα και διαφορετικό να προχωρείς σταδιακά και με πλάνο, σε ολοκλήρωση της εκμετάλλευσης τους. «Μόνο έτσι, κατέληξε, θα είμαστε σίγουροι ότι θα μπορούμε και στο μέλλον να ανάβουμε τον διακόπτη μπαίνοντας στο σπίτι μας και θα μπορούμε να πληρώνουμε την τιμή του ρεύματος.»
Μια ενδιαφέρουσα σύγκριση, έκανε από την πλευρά του ο κ. Κοπανάκης, ο οποίος σημείωσε ότι το κόστος της εισαγωγής 12 TWh ανέρχεται σε περίπου 600 εκατ. ευρώ ετησίως όταν το συνολικό κόστος της λιγνιτικής παραγωγής δεν ξεπερνάει τα 600-700 εκατ ευρώ.
Με βάση αυτά τα δεδομένα και προκειμένου να αποφευχθούν κίνδυνοι πλήρους απαξίωσης της ΔΕΗ, έκρηξης της ανεργίας στη Δυτική Μακεδονία, αλλά και περαιτέρω έντασης της εξάρτησης της χώρας από εισαγόμενο φυσικό αέριο, ασταθείς ΑΠΕ και εισαγωγές ηλεκτρισμού ο κ. Κοπανάκης σημείωσε ότι το 35% συμμετοχής του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα είναι ένας λογικής και ρεαλιστικός στόχος ο οποίος όμως θα πρέπει να γίνει αποδεκτός από τους «θεσμικά εμπλεκόμενους».
Και για να γίνει αυτό απαιτείται:
-Παροχή δωρεάν δικαιωμάτων ρύπων στη ΔΕΗ μετά το 2020
-Συμμετοχή των λιγνιτικών μονάδων στον μόνιμο μηχανισμό ΑΔΙ
-Ταχεία μετάβαση στο Target Model όπου θα επιτρέπονται τα διμερή συμβόλαια παραγωγού και προμηθευτή ή καταναλωτή
-Περιορισμός των επιπτώσεων των ΝΟΜΕ που σήμερα αφορούν σχεδόν το σύνολο της λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ χωρίς να καλύπτουν ούτε καν το μεταβλητό κόστος.