Φυσικό Αέριο: Ακριβότερο για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες
Δυσοίωνο προβλέπεται το μέλλον για τις βιομηχανίες στην Ευρώπη, οι οποίες ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα, αλλά καλούνται να αντιμετωπίσουν ακόμα ένα σοκ. Όπως αναφέρει σχετικό δημοσίευμά το πρακτορείο Reuters, αυτό έχει να κάνει με την τιμή του φυσικού αερίου τους επόμενους χειμερινούς μήνες, διότι οι χαμηλές θερμοκρασίες αναμένεται να εξαντλήσουν τα αποθέματα, ο ανταγωνισμός με την Ασία για υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) εντείνεται και η προοπτική μείωσης των εισροών από τη Ρωσία δημιουργεί νευρικότητα.
Με την ενεργειακή κρίση του 2022, οι τιμές του φυσικού αερίου ανήλθαν γύρω στα 350 ευρώ ανά μεγαβατώρα (MWh). Τότε, δεκάδες επιχειρήσεις σε όλη την Ευρώπη έκλεισαν εργοστάσια και περιόρισαν τόσο τη δραστηριότητα όσο και τις θέσεις εργασίας τους. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα πολλές μονάδες διατηρούν τη μειωμένη ζήτηση και τη χαμηλότερη μεταποιητική δραστηριότητα, επιφέροντας αρνητικές επιπτώσεις στην ήδη υποτονική ανάπτυξη της Ευρώπης.
Η ζήτηση φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι 17% χαμηλότερη από τον μέσο όρο της πενταετίας 2015-2019. Ταυτόχρονα, οι τιμές του φυσικού αερίου βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα 12μήνου και πλέον και οι αναλυτές προβλέπουν ότι θα αυξηθούν περαιτέρω.
Η νευρικότητα που δημιουργήθηκε σχετικά με τη λήξη στο τέλος του έτους μιας ρωσικής συμφωνίας διαμετακόμισης για την προμήθεια φυσικού αερίου στην Ευρώπη μέσω Ουκρανίας, συνέβαλε στην άνοδο των τιμών. Ο Φρανσίσκο Μπλαντς, διευθυντής έρευνας στις αγορές εμπορευμάτων και παραγώγων της Bank of America, δήλωσε ότι οι τιμές φυσικού αερίου θα μπορούσαν να φθάσουν στην Ε.Ε. έως και τα 70 ευρώ η μεγαβατώρα το 2025 από τα 50 ευρώ σήμερα. Αυτό συγκρίνεται με τις μέσες τιμές του φυσικού αερίου στην Ε.Ε. των 17,58 ευρώ η μεγαβατώρα την πενταετία 2015-2019, όπως έδειξαν τα στοιχεία του LSEG. Βέβαια, τις τελευταίες ημέρες παρατηρήθηκε πτώση στις ευρωπαϊκές αγορές, και αυτή προσωρινή, διότι το Κρεμλίνο μετέβαλε τη διαδικασία καταβολής των πληρωμών για το φυσικό αέριο, μετριάζοντας τους προβληματισμούς ότι θα διακοπούν οι προμήθειες προς την Ευρώπη.
Την Πέμπτη ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν άλλαξε τον τρόπο εξόφλησης για τους ξένους αγοραστές αερίου. Κι αυτό σημαίνει ότι, παρά τις κυρώσεις στην εξουσιοδοτημένη τράπεζα Gazprombank, που επιβλήθηκαν τον Νοέμβριο από τις ΗΠΑ, τώρα οι αγοραστές ρωσικού καυσίμου μπορούν να χρησιμοποιήσουν και τρίτα μέρη. Αναφορικά τώρα με τους ταμιευτήρες αποθεμάτων σε ολόκληρη την Ε.Ε., αυτοί είναι πλήρεις κατά 85%, περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από ό,τι πριν από ένα χρόνο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Gas Infrastructure Europe. «Αυτό ήδη δημιουργεί μία αίσθηση αμηχανίας και κάποια αναστάτωση για τον χειμώνα που έρχεται», όπως παρατηρεί η αναλύτρια της Commerzbank, Μπάρμπαρα Λάμπρεχτ. Για να προσπαθήσει να διασφαλίσει τις προμήθειές της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αύξησε την περασμένη εβδομάδα τον στόχο πλήρωσης αποθήκευσης, ενισχύοντας ενδεχομένως την ανοδική πίεση στις τιμές.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με στοιχεία της Bernstein, τα τελευταία τέσσερα χρόνια δεκάδες εργοστάσια έκλεισαν και σχεδόν ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας στη μεταποίηση χάθηκαν στη Γηραιά Ήπειρο. Στην έκθεσή του για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι ανέφερε ότι η απώλεια του σχετικά φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου είχε «τεράστιο κόστος» για την οικονομία και ότι τα ορυκτά καύσιμα θα χρειάζονται τουλάχιστον έως και το 2030. Επίσης, υπογράμμισε ότι οι εταιρείες της Ε.Ε. εξακολουθούν να πληρώνουν το φυσικό αέριο 2-3 φορές περισσότερο από ό,τι οι ομόλογες στις ΗΠΑ. Οι τρέχουσες τιμές της Ε.Ε. είναι σχεδόν πέντε φορές υψηλότερες από το αμερικανικό φυσικό αέριο, το οποίο διαπραγματεύεται στα 3,095 δολάρια/mmBtu, ήτοι 10,02 ευρώ/MWh. Σε έρευνά τους τον Αύγουστο τα γερμανικά εμπορικά επιμελητήρια διαπίστωσαν ότι οι υψηλές τιμές ενέργειας και η έλλειψη αξιόπιστων ενεργειακών προμηθειών παρεμπόδιζαν τη βιομηχανική παραγωγή, υποχρεώνοντας εγχώριες εταιρείες να εξετάσουν το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης στο εξωτερικό. Τέλος, στη Γαλλία οι βιομηχανίες αναμένουν να λειτουργήσουν στο 70%-80% της παραγωγικής τους ικανότητας αυτόν τον χειμώνα, λόγω των υψηλών τιμών της ενέργειας, ειδικά στον χημικό τομέα, δήλωσε στο Reuters ο Νικολά ντε Βαρέν, πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανιών Εντάσεως Ενέργειας (Uniden).