
Η ελληνική παρουσία στην Άτυπη Σύνοδο των Υπουργών Περιβάλλοντος της ΕΕ στην Κύπρο
Την πεποίθηση ότι η Κυπριακή Προεδρία της Ε.Ε θα αποδειχθεί ιδιαίτερα επιτυχής και αποτελεσματική, εξέφρασε ο Υπουργός ΠΕΚΑ, Ευάγγελος Λιβιεράτος, μετά τη συμμετοχή του στην Άτυπη Συνάντηση των Ευρωπαίων Υπουργών Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, που πραγματοποιήθηκε στη Λευκωσία και ήταν η πρώτη της Κυπριακής Προεδρίας.
Συμβολικά, η επίσκεψη του Υπουργού ΠΕΚΑ το περασμένο Σαββατοκύριακο στην Κύπρο -εν μέσω των προγραμματικών δηλώσεων της νέας Ελληνικής Κυβέρνησης- υποδηλώνει και την αμέριστη υποστήριξη της Ελλάδας στην Κυπριακή Προεδρία, στο έργο της οποίας συνδράμουν και εμπειρογνώμονες του ΥΠΕΚΑ.
Τον Υπουργό ΠΕΚΑ συνόδευσε ο Γενικός Γραμματέας του ΥΠΕΚΑ, Άρης Αλεξόπουλος, ενώ στις εργασίες της Συνόδου μετείχαν 40 Υπουργοί Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής ή άλλοι αρχηγοί αντιπροσωπειών από όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις προς ένταξη ή υπό ένταξη χώρες, καθώς και άλλα κράτη που έχουν ειδική σχέση με την Ε.Ε, οι Ευρωπαίοι Επίτροποι Περιβάλλοντος και Κλιματικής Δράσης, Janez Potočnik και Connie Hedegaard, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και εκπρόσωπος της Γραμματείας του Συμβουλίου της Ε.Ε.
Οι συμμετέχοντες κατέθεσαν συγκεκριμένες προτάσεις, προκειμένου να ληφθούν υπόψη κατά τη διαμόρφωση του Σχεδίου για τα Νερά, αλλά και των σχετικών Συμπερασμάτων που αναμένεται να υιοθετηθούν τον ερχόμενο Δεκέμβριο από το Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος.
Κατά τη διάρκεια της Άτυπης Συνάντησης ο Υπουργός ΠΕΚΑ επεσήμανε την ανάγκη βελτίωσης της εφαρμογής της υδατικής πολιτικής και καλύτερης ενσωμάτωσή της σε άλλες πολιτικές της ΕΕ, όπως η γεωργία, η αλιεία, το κλίμα, η ενέργεια και οι μεταφορές. Ζήτησε να δοθεί προτεραιότητα στις πιο ευάλωτες περιοχές και τα υδάτινα οικοσυστήματα λόγω του αυξημένου κινδύνου ρύπανσης, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω υποβάθμισής τους και να υπάρξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποκατάστασή τους, ενώ τάχθηκε υπέρ της ενίσχυσης της διασυνοριακής συνεργασίας, κυρίως στα νερά, ακόμη και με τρίτες χώρες που συνορεύουν με κράτη της Ε.Ε.
«Φυσικά, οι σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών πρέπει να ληφθούν δεόντως υπόψη. Δεν υπάρχει ένα μέγεθος που να ταιριάζει σε όλους. Η ΕΕ θέτει τους στόχους και κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιλέξει τις βέλτιστες πολιτικές, σύμφωνα με τις εθνικές συνθήκες», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Οι Υπουργοί Περιβάλλοντος της Ε.Ε επεσήμαναν τη σημασία της βελτίωσης της αποδοτικότητας στη χρήση των υδάτων και της ανθεκτικότητάς της στα ακραία καιρικά φαινόμενα, καθώς η αυξανόμενη ζήτηση νερού και οι επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος αναμένεται να αυξήσουν την πίεση στους υδάτινους πόρους και να προκαλέσουν ακραία φαινόμενα, όπως ξηρασίες, λειψυδρία και πλημμύρες. Εισηγήσεις υπήρξαν για τη βελτίωση της εφαρμογής των διαφόρων μέτρων που να στηρίζονται σε αξιόπιστα στοιχεία και πληροφορίες, που πρέπει να διακινούνται και να ανταλλάσονται μεταξύ των κρατών μελών.
Τη δεύτερη μέρα των εργασιών τη συνόδου, οι συμμετέχοντες χαρακτήρισαν ως επιτακτική την ανάγκη, τα μέτρα προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή να διεισδύσουν σε όλες τις τομεακές πολιτικές, όπως της ενέργειας, των μεταφορών, της βιομηχανίας, των κτιρίων, του νερού, της χρήσης γης, καθώς και την Κοινή Αγροτική Πολιτική και την Πολιτική Συνοχής. Επιδίωξη είναι η υιοθέτηση μιας ευέλικτης Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Προσαρμογής, που να βασίζεται στη διαφορετικότητα των επιπτώσεων, της ευπάθειας και της προσαρμοστικής ικανότητας των Κρατών Μελών, καθώς και του σταδίου που βρίσκονται σε σχέση με την ετοιμασία και την εφαρμογή των εθνικών στρατηγικών τους. Η Στρατηγική αυτή θα ενισχύσει τις εθνικές προσπάθειες, ενώ παράλληλα θα δίνει την κατεύθυνση για συλλογική δράση, συνεργασία και την ανταλλαγή γνώσεων και εμπειριών.
Τέλος, τονίστηκε ότι η αξιόπιστη χρηματοδότηση, δημόσια και ιδιωτική, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αποτελεσματική εφαρμογή των εθνικών στρατηγικών προσαρμογής. Σε αυτή την κατεύθυνση, το προτεινόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2014-2020, παρέχει σημαντική αύξηση και διευκόλυνση των δημόσιων επενδύσεων προσαρμογής και προσφέρει προστιθέμενη αξία στην υλοποίηση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής και των εθνικών σχεδίων δράσης, ωστόσο η δυσμενής οικονομική συγκυρία δυσχεραίνει τη δυνατότητα των Κρατών Μελών να διοχετεύουν ικανοποιητικά δημόσια κονδύλια για την προσαρμογή.