Νέο ρεκόρ στις τιμές δικαιωμάτων ρύπων- Ποιοι ευνοούνται
Τα 70 ευρώ ανά τόνο CO2 έφτασαν για πρώτη φορά οι διεθνείς τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων. Πρόκειται για την πλέον υψηλή τιμή, αφού η μέση τιμή του δικαιώματος το πρώτο εξάμηνο του έτους άγγιζε τα 44 ευρώ ενώ την ίδια περίοδο το 2020, η τιμή έφτανε στο μισό.
Βέβαια, η αύξηση αυτή των τιμών αυτών στο ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων ευνοεί την κυβέρνηση στην ενίσχυση της επιδότησης των τιμολογίων ρεύματος, τουλάχιστον έως τα τέλη του έτους. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συζήτηση στη Βουλή, αναφερόμενος στην αύξηση της επιδότησης των λογαριασμών ρεύματος, μίλησε για συνολικό πακέτο στήριξης 680 εκατομμυρίων ευρώ, αντί 620 εκατ. ευρώ που είχε ανακοινώσει ο υπουργός Ενέργειας κ. Κώστας Σκρέκας.
Αυτό οφείλεται στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, το οποίο για τις επιδοτήσεις των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας των καταναλωτών της χαμηλής τάσης κατευθύνεται πλέον – σύμφωνα με την τελευταία απόφαση του κ. Σκρέκα – το 69,36% των εσόδων από τους πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπών. Συνεπώς, όσο ακριβαίνουν τα δικαιώματα τόσο αυξάνεται το ποσό του Ταμείου.
Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με τις σχετικές εκτιμήσεις, η ύφεση της ενεργειακής κρίσης θα αρχίσει να φαίνεται περί τον Απρίλιο του 2022, όση κι αν είναι η αύξηση από τους πλειστηριασμούς ρύπων. Η αύξηση αυτή δεν αρκεί για να καλύψει τις επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος και φυσικού αερίου κι εκεί είναι που το κράτος θα πρέπει να αναζητήσει άλλα μέτρα στήριξης.
Αξίζει, όμως, να αναφερθεί ότι σύμφωνα τα στοιχεία του ΔΑΠΕΕΠ, από την αρχή του έτους ως και τις αρχές Οκτωβρίου, η πώληση των δικαιωμάτων εκπομπών που κατανεμήθηκαν στην Ελλάδα απέφερε στη χώρα έσοδα 755 εκατομμυρίων ευρώ. Αν υπολογιστεί ότι μέχρι το τέλος της χρονιάς, 32 ακόμη νέες δημοπρασίες θα διεξαχθούν, θα πουληθούν επιπλέον περίπου 3,85 εκατομμύρια δικαιώματα. Τα έσοδα, λοιπόν, που αναμένονται ξεπερνάνε τα 250 εκατ. ευρώ, εάν βέβαια συνεχιστεί η ανοδική πορεία της τιμής του δικαιώματος. Πάντως ήδη από τις 8 του μήνα, η τιμή από τα 60,63 ευρώ, έφτασε την περασμένη Παρασκευή στα 69,36 ευρώ.
Δεν είναι μόνο το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης αυτό που ευνοείται από τα έσοδα των ρύπων αλλά και μερικοί ακόμη δικαιούχοι της κατανομής, όπως ο Ειδικός Λογαριασμός για τις ΑΠΕ (8%), η βιομηχανία που εκτίθενται σε σημαντικό κίνδυνο διαρροής άνθρακα (11%), το Πράσινο Ταμείο για τη χρηματοδότηση δράσεων στις υπό απολιγνιτοποίηση Περιφερειακές Ενότητες Κοζάνης, Φλώρινας και στο Δήμο Μεγαλόπολης (4,5%) και για τη χρηματοδότηση έργων για την προστασία, διατήρηση και βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος (1,5%), η Τράπεζα της Ελλάδος για τη χρηματοδότηση έργων και δράσεων για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης (1,5%), ο Ελληνικός Οργανισμός Ανακύκλωσης (1%), το ΥΠΕΝ για την εξόφληση συσσωρευμένων υποχρεώσεων (1%), το Εθνικό Ταμείο Ενεργειακής Απόδοσης (1%), ο Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής ( 0,6%) και τέλος ο Φορέας Διαχείρισης Δέλτα Νέστου – Βιστωνίδας– Ισμαρίδας (0,04%).
Κι ενώ οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων «ανεβαίνουν», αξίζει να αναφερθεί ότι η παραγόμενη μεγαβατώρα (MWh) από λιγνίτη είναι φθηνότερη από εκείνη που παράγεται με καύσιμο φυσικό αέριο. Πιο συγκεκριμένα, με τα δικαιώματα σε ιστορικό ρεκόρ, το κόστος ηλεκτροπαραγωγής μιας MWh από λιγνιτική μονάδα υπολογίζεται μεσοσταθμικά στα 130 ευρώ με 140 ευρώ, με το μεγαλύτερο μέρος (105 ευρώ) να αφορά πλέον στο κόστος του CO2. Αναφορικά δε με τις μονάδες φυσικού αερίου, το ράλι στις τιμές του καυσίμου έχει εκτοξεύσει το μεσοσταθμικό κόστος της παραγόμενης μεγαβατώρας πάνω από τα 200 ευρώ, με πολύ μικρό ποσοστό της τιμής να αφορά στα δικαιώματα εκπομπών ρύπων.