Του Θεόδωρου Τσακίρη*
Η ανακοίνωση επίτευξης μακροπρόθεσμης συμφωνίας ανάμεσα στην Τουρκία και τη Βουλγαρία, που προσφέρει δεσμευμένη δυναμικότητα, δηλαδή διασφαλισμένη πρόσβαση στην Bulgargaz σε τουρκικά τερματικά επαναεριοποίησης φυσικού αερίου για 13 έτη, ίσως να ξάφνιασε ορισμένους, ενώ ενόχλησε άλλους στην Αθήνα.
Ιδιαίτερα μετά το 2019 και την επανενεργοποίηση του ΑΣΣΣ (Ανώτατου Συμβουλίου Στρατηγικής Συνεργασίας) Ελλάδας – Βουλγαρίας, που συνεδρίασε ξανά μετά από καιρό στην Αλεξανδρούπολη τον Φεβρουάριο του 2020, παρατηρήθηκε μια γενικότερη άνθηση των διμερών σχέσεων, με την ενέργεια να αποτελεί σημαντικό καταλύτη αυτής της εμβάθυνσης.
Ηδη και πριν από το ΑΣΣΣ της Αλεξανδρούπολης είχε οριστικοποιηθεί (Σεπτέμβριος 2019) και υπογραφεί (Οκτώβριος 2019) η διακυβερνητική συμφωνία για τον ελληνοβουλγαρικό διασυνδετήριο αγωγό Φ.Α. που τέθηκε σε εμπορική λειτουργία παρά τα τεράστια προβλήματα που προκάλεσε η πανδημική κρίση μετά από τρία χρόνια.
Ο συγκεκριμένος αγωγός αυτή τη στιγμή καλύπτει πάνω από το 1/3 των αναγκών της Βουλγαρίας παρέχοντας άμεση πρόσβαση στον ΤΑΡ, ενώ και πριν από τη λειτουργία του η Βουλγαρία μπορούσε να εισάγει το σύνολο των ποσοτήτων που είχε συμβολαιοποιήσει με την κοινοπραξία του Shahdeniz μέσα από το δίκτυο αγωγών του ΔΕΣΦΑ.
Μερικούς μήνες μετά το ΑΣΣΣ της Αλεξανδρούπολης, η BEH (Bulgarian Energy Holding) οριστικοποίησε την απόφασή της να συμμετάσχει με μερίδιο 20% στο μετοχικό κεφάλαιο του FSRU Αλεξανδρούπολης, υπογράφοντας τη σχετική πράξη προσχώρησης στο Ζάππειο τον Αύγουστο του 2020. Το 2021 σε μία από τις τελευταίες πράξεις της, η κυβέρνηση Borisov συνυπέγραψε επιστολή που συνέταξαν Ελλάδα, Κύπρος και Ισραήλ προς την Ε.Ε., με την οποία υποστήριζε τη στρατηγική σπουδαιότητα του αγωγού φυσικού αερίου Eastmed, ενισχύοντας την ελλαδική και την κυπριακή διαπραγματευτική θέση που επέτρεψε τη διατήρηση της δυνατότητας του έργου να συνεχίσει ως έργο PCI (Project of Common Interest) και με τον νέο Κανονισμό PCI που οριστικοποιήθηκε το 2021 και από τον οποίο αποκλείονται όλες οι άλλες υποδομές φυσικού αερίου πανευρωπαϊκά!
Μετά την απώλεια των ρωσικών εξαγωγών τον Απρίλιο του 2022, το ελληνικό ΕΣΦΑ ανέλαβε την ευθύνη πλήρους κάλυψης των βουλγαρικών αναγκών παρέχοντας απεριόριστη πρόσβαση στη Ρεβυθούσα, κάτι που αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι το 2022 περίπου το 35% του συνόλου των ροών που διοχετεύθηκαν μέσα από το ελληνικό ΕΣΦΑ (περί τις 30 TWR ή 2,5 ΔΚΜΕ) εξήχθησαν σχεδόν αποκλειστικά προς τη Βουλγαρία.
Πιο πρόσφατα, μετά και την οριστική απόφαση για την αύξηση της δυναμικότητας του IGB στο μέγιστο τεχνικά δυνατό επίπεδο των 5 δισ. κυβικών μέτρων/έτος (ΔΚΜΕ), η Βουλγαρία θα μπορεί να δέχεται ποσότητες προς διαμετακόμιση σε Σερβία, Βόρεια Μακεδονία και Ρουμανία που ξεπερνούν κατά πολύ τη δική της εσωτερική κατανάλωση. Η Βουλγαρία έχει συμμετοχή στρατηγικού επιπέδου σε τρεις υποδομές κρίσιμης σημασίας για την ενεργειακή της ασφάλεια, που ξεκινούν από ή βρίσκονται στην Ελλάδα (IGB, FSRU Αλεξανδρούπολης, 2η Γραμμή Υπερυψηλής Τάσης Μαρίτσα – Νέα Σάντα).
Προς τι λοιπόν η βουλγαροτουρκική συμφωνία; Τι αναζητεί η Σόφια στην Τουρκία που δεν μπορεί να το πάρει από εμάς;
Η απάντηση είναι πολύ απλή και πολύ λογική. Ζητάει διαφοροποίηση των οδεύσεων εισαγωγής, όπως ακριβώς και εμείς επιδιώκαμε επί χρόνια να έχουμε στο δικό μας εισαγωγικό μείγμα πολλαπλές πηγές προέλευσης Φ.Α. και πολλαπλές πύλες εισαγωγής του. Οι ποσότητες που η Βουλγαρία λαμβάνει από την Ελλάδα αναλογούν περίπου στα 2 με 2,5 ΔΚΜΕ επί συνολικής κατανάλωσης 3-3,5 ΔΚΜΕ, και από αυτές τις ποσότητες το 1,5 ΔΚΜΕ είναι δεσμευμένο σε μακροπρόθεσμη βάση λόγω της συμμετοχής της ΒΕΗ στον IGB και στο FSRU της Αλεξανδρούπολης, ενώ βουλγαρικές εταιρείες θα έχουν πάντοτε τη δυνατότητα πρόσβασης και εκτέλεσης συμφωνιών swap μέσω της Ρεβυθούσας για επιπρόσθετες ποσότητες βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Εν ολίγοις, το ποσοστό διαμετακομιστικής εξάρτησης της Βουλγαρίας από τις ελλαδικές υποδομές θα εξακολουθήσει να είναι μεγαλύτερο του αντίστοιχου τουρκικού σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο.
Η ολοκλήρωση του FSRU της Αλεξανδρούπολης και του διασυνδετήριου αγωγού Ελλάδας – Βόρειας Μακεδονίας μέσα στο 2024 θα «κλειδώσει» μεγάλο μέρος της ζήτησης των βορείων γειτόνων μας προς εξυπηρέτησή τους μέσα από τις εν λόγω υποδομές, πολύ πριν η Τουρκία ξεκινήσει την παραγωγή των πεδίων που ανακάλυψε στη Μαύρη Θάλασσα, κάτι που θα δημιουργήσει ένα σημαντικό μετεξαγωγικό απόθεμα για το ρωσικό Φ.Α. που έχει συμβολαιοποιήσει η BOTAS, αλλά δεν θα χρειάζεται μετά το 2025/26, όταν τα τουρκικά πεδία θα ξεκινήσουν την πλήρη παραγωγή.
Αυτό το μετεξαγωγικό απόθεμα, που μπορεί να φτάσει στο 20%-30% της σημερινής τουρκικής κατανάλωσης που καλύπτεται από την Gazprom, εάν διοχετευθεί μέσω του TBL (Trans Balkan Pipeline) σε ανάστροφη ροή προς τη Ρουμανία και την Ουκρανία θα ακυρώσει στην πράξη τον όποιο σχεδιασμό για την κατασκευή και δεύτερου τερματικού στην Αλεξανδρούπολη, αποδυναμώνοντας παράλληλα την εμπορική λογική και άλλων υπό σχεδιασμό εξαγωγικών FSRU που βρίσκονται σε διάφορα στάδια ανάπτυξης στον Βόλο και στη Θεσσαλονίκη. Εάν θέλουμε να μπει Φ.Α. στον TBL προς την Ουκρανία και από το ελληνικό δίκτυο Φ.Α., τότε είναι σημαντικό να συνεχίσουμε να σφυρηλατούμε τη στρατηγική εμβάθυνση της ελληνοβουλγαρικής συνεννόησης και ένας πολύ σημαντικός τρόπος να το επιτύχουμε είναι να προωθήσουμε την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Αλεξανδρούπολη – Μπουργκάς, που και θα απελευθερώσει τη Βουλγαρία από τις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου αλλά και θα μειώσει, έστω μερικώς, τη στρατηγική βαρύτητα των Στενών του Βοσπόρου ως πετρελαϊκής διόδου για το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα.
* O δρ Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή.