Καθυστερήσεις και κίνδυνος απώλειας πόρων στα προγράμματα «Εξοικονομώ»
Σοβαρές καθυστερήσεις και οργανωτικά προβλήματα αντιμετωπίζουν τα προγράμματα «Εξοικονομώ», θέματα που απειλούν την ομαλή υλοποίησή τους και την απορρόφηση ευρωπαϊκών πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ως αποτέλεσμα, παρακωλύεται η ενεργειακή αναβάθμιση νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε ένα συνδυασμό παραγόντων, όπως η γραφειοκρατία, οι αστοχίες στον σχεδιασμό και οι οικονομικές πιέσεις που προκαλεί ο πληθωρισμός. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας αναγκάστηκε ήδη να δώσει παρατάσεις σε δεκατρία προγράμματα, συνολικού προϋπολογισμού άνω των 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, καθώς η πρόοδος των έργων αποδεικνύεται ανεπαρκής.
Η ίδια η διαδικασία των προγραμμάτων είναι περίπλοκη και χρονοβόρα, καθώς από την υποβολή της αίτησης μέχρι την έναρξη των εργασιών μεσολαβούν έως και επτά στάδια. Οι καθυστερήσεις στην έκδοση των απαιτούμενων υπουργικών αποφάσεων επιδεινώνουν την κατάσταση. Στο «Εξοικονομώ 2025», για παράδειγμα, δεν έχει εκδοθεί ακόμη η υπουργική απόφαση για την έγκριση των αιτήσεων, γεγονός που καθιστά μη ρεαλιστικό το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης. Η εμπλοκή των τραπεζών προσθέτει νέα γραφειοκρατικά εμπόδια, ιδίως όταν ο ωφελούμενος επιλέγει να καλύψει την ιδία συμμετοχή μέσω δανεισμού. Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ, αν και έχει αναγνωρίσει τα προβλήματα, δεν έχει καταφέρει να επιβάλει μηχανισμούς που να επιταχύνουν ουσιαστικά την υλοποίηση των έργων, περιοριζόμενη σε προσωρινές λύσεις μέσω επαναλαμβανόμενων παρατάσεων.
Σημαντικό μέρος των δυσκολιών εντοπίζεται και στον τρόπο με τον οποίο σχεδιάστηκαν τα προγράμματα. Πολλά από αυτά φέρουν έντονα επικοινωνιακά χαρακτηριστικά, χωρίς να έχει προηγηθεί ουσιαστική προσαρμογή στις ανάγκες και στις δυνατότητες της αγοράς. Το κριτήριο των βαθμοημερών, που χρησιμοποιείται για την προτεραιοποίηση των αιτήσεων, έχει οδηγήσει σε ανισομερή γεωγραφική κατανομή, αφήνοντας περιοχές με ελάχιστες επιλέξιμες αιτήσεις. Στην Κρήτη, για παράδειγμα, από 2.072 αιτήσεις εγκρίθηκαν μόλις έξι, ενώ στην Αττική οι επιλέξιμες φτάνουν μόλις τις 302. Η ασυμμετρία αυτή δημιουργεί συνθήκες άνισης μεταχείρισης και αναμένεται να προκαλέσει μεγάλο αριθμό ενστάσεων, οι οποίες, λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών εξέτασης, μπορούν να επιβραδύνουν ακόμη περισσότερο την πρόοδο των προγραμμάτων.
Το «Εξοικονομώ 2025» παρουσιάζει επιπλέον προβλήματα, καθώς δεν προβλέπει ανώτατο όριο εύλογου κόστους για τις εργασίες, κάτι που έχει οδηγήσει σε υπερκοστολογήσεις και καθυστερήσεις στον έλεγχο των αιτήσεων. Αντίστοιχα, το «Εξοικονομώ – Ανακαινίζω για Νέους» παραμένει ημιτελές, αφού για το σκέλος της ανακαίνισης δεν έχουν εξασφαλιστεί τα αναγκαία κονδύλια. Οι καθυστερήσεις έχουν άμεσο οικονομικό αντίκτυπο, αφού όσο τα έργα καθυστερούν να ξεκινήσουν, ο πληθωρισμός αυξάνει το κόστος των υλικών και των υπηρεσιών, καθιστώντας τα αρχικά προϋπολογισμένα ποσά ανεπαρκή. Αυτό οδηγεί σε υπερκοστολογήσεις, ενώ πολλοί δικαιούχοι τελικά αποσύρονται, αδυνατώντας να καλύψουν τη διαφορά. Σύμφωνα με στοιχεία του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, μόλις το 52% των αρχικά εγκριθέντων έργων ολοκληρώνεται, ενώ περίπου το 35% καθυστερεί πέρα από τα προβλεπόμενα χρονοδιαγράμματα, κυρίως όταν υπάρχει τραπεζική χρηματοδότηση.
Η γεωγραφική κατανομή των αιτήσεων καταδεικνύει έντονη ανισορροπία. Η Κεντρική Μακεδονία συγκεντρώνει 5.485 αιτήσεις, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη 3.570, και η Δυτική Μακεδονία 2.998, τη στιγμή που σε άλλες περιοχές, όπως η Κρήτη και η Αττική, οι επιλέξιμες αιτήσεις είναι ελάχιστες. Η ανομοιομορφία αυτή όχι μόνο επηρεάζει την ισόρροπη κατανομή των πόρων, αλλά και αυξάνει τον κίνδυνο απώλειας χρηματοδότησης, καθώς οι περιοχές με περιορισμένη συμμετοχή δεν θα μπορέσουν να απορροφήσουν εγκαίρως τα διαθέσιμα κονδύλια.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, το ΥΠΕΝ σχεδιάζει ένα νέο μοντέλο υλοποίησης, που θα προβλέπει την ενεργότερη συμμετοχή των προμηθευτών ενέργειας, με στόχο να απλοποιηθούν τα στάδια και να περιοριστεί η εξάρτηση από τραπεζικές διαδικασίες. Η επιτυχία αυτού του σχεδίου θα κρίνει αν τα προγράμματα «Εξοικονομώ» θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στον ρόλο τους ως βασικό εργαλείο ενεργειακής πολιτικής ή αν θα παραμείνουν παράδειγμα των δομικών αδυναμιών του ελληνικού διοικητικού συστήματος. Χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις, ο κίνδυνος απώλειας σημαντικών ευρωπαϊκών πόρων και υπονόμευσης της αξιοπιστίας των προγραμμάτων είναι πλέον ορατός.