
Είναι διαπιστωμένο ότι οι πρόσφατοι νόμοι 4093/2013 και η ΠΥΣ 6/14-2-2012 καλου από το Σύνταγμα αυτό προβλέπεται και συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη.
Του Κ. Ν. Σταμπολή, Αντιπρόεδρος και Εκτελεστικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ), Ημερησία 6/7/2013.
Μπορεί η επιλογή του TAP ως του προτιμητέου αγωγού που θα μεταφέρει το Κασπιανό αέριο στην Ευρώπη (και θα διέρχεται μέσω Ελλάδας) να έδωσε μία ανάσα στο μέτωπο των επενδύσεων, με την παράλληλη εξαγορά του ΔΕΣΦΑ από την Αζέρικη Socar, όμως το φιάσκο με την πολυθρύλητη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ, όσο και η εμφανής αδυναμία της κυβέρνησης για ένα στοιχειώδη έλεγχο των τιμών καταναλωτή σε ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο, έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα οδηγήσουν την οικονομία σε μία ανάκαμψη.
Η διαπίστωση αυτή δεν περιέχεται σε κάποια περισπούδαστη νέα μελέτη του ΟΟΣΑ, της Ε.Ε. ή του ΔΝΤ, αλλά συζητείται ευρέως ανάμεσα σε βιομηχανικούς και τραπεζικούς κύκλους, οι οποίοι παρατηρούν έντρομοι σε καθημερινή βάση τις αρνητικές επιπτώσεις τόσο από τη σχεδόν πλήρη ακινησία όσο και από τις εσφαλμένες πολιτικές της κυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στον τομέα της ενέργειας.
Μπορεί η ενέργεια ως οικονομική συνιστώσα και κύκλος εργασιών ν’ αντιστοιχεί μόνο στο 4,0% του ΑΕΠ (πάντως όχι ένα ευκαταφρόνητο νούμερο σε σύγκριση με άλλα μεγέθη όπως λ.χ. τουρισμός, γεωργία), η σημασία της όμως στη διαμόρφωση του εθνικού οικονομικού προϊόντος είναι πολύ μεγαλύτερη καθ’ ότι η δραστηριότητα στον χώρο και οι τιμές των προϊόντων (δηλ. πετρέλαιο, ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο, λιθάνθρακας) επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη συνολική επιχειρηματική δραστηριότητα και το οικονομικό κλίμα της χώρας.
Ένα κτυπητό παράδειγμα είναι η συμμετοχή του ισοζυγίου καυσίμων -τα οποία είναι 99,7% εισαγόμενο- στο ελλειμματικό έτσι και αλλιώς ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών που για το 2012 έφθασε στο επίπεδο-ρεκόρ του 52%, ενώ την ίδια χρονιά οι εισαγωγές υδρογονανθράκων αντιστοιχούσαν στο επίσης υψηλό ποσοστό του 5,2% του ΑΕΠ.
Όσο και εάν προσπάθησε η κυβέρνηση να υποβαθμίσει την παταγώδη αποτυχία του διαγωνισμού του ΤΑΙΠΕΔ για την αποκρατικοποίηση της ΔΕΠΑ, η αλήθεια είναι ότι ο άγονος αυτός διαγωνισμός θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στο σύνολο του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων τόσο από πλευράς προβλεπόμενων εσόδων (αυτά εκτιμούνταν στα 2,6 δισ. το 2013, αλλά είναι ζήτημα εάν θα έχει εισπραχθεί 1 δισ. μέχρι το τέλος του έτους), όσο και από την άποψη δημιουργίας ενός θετικού κλίματος για επενδύσεις και απασχόληση. Από τότε που ανακοινώθηκε το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων είχαμε αντιταχθεί στην κατά προτεραιότητα ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ (ανάμεσα στις εταιρείες του ενεργειακού τομέα) με την παράθεση σωρείας επιχειρημάτων. Εδώ και δύο χρόνια έχουμε με σαφήνεια, νηφαλιότητα και λεπτομέρεια παραθέσει τις απόψεις μας καθ’ ότι, τουλάχιστον σ’ εμάς, ήταν ξεκάθαρο ότι η 100% μετάβαση της ΔΕΠΑ στον ιδιωτικό τομέα υπό τις παρούσες συνθήκες ήταν ένα παρακινδυνευμένο εγχείρημα, αφού τόσο η εταιρεία καθεαυτή όσο και η αγορά φυσικού αερίου παρέμεναν δέσμιες λαθεμένων πολιτικών επιλογών και μιας ανεξήγητης αδράνειας. Ασφαλώς και δεν είμεθα κατά των αποκρατικοποιήσεων, και η ΔΕΠΑ αργά ή γρήγορα θα πρέπει να περάσει στον ιδιωτικό τομέα, όμως αυτό είναι ένα εγχείρημα που για να έχει επιτυχία πρέπει να γίνει την κατάλληλη στιγμή όπου η αγορά ενέργειας θα πληροί ορισμένες ελάχιστες προϋποθέσεις.
Μία σειρά από ασταθείς πολιτικούς, χρηματο-οικονομικούς, νομικούς και γεωπολιτικούς παράγοντες σε συνδυασμό με τη μνημειώδη ανικανότητα των κρατικών υπηρεσιών, καθιστούσαν την εμπλοκή ξένων μεγάλων εταιρειών εξαιρετικά επίφοβη. Και τελικά οι ίδιοι οι παίκτες της αγοράς αξιολογώντας πλέον προσεκτικά την όλη κατάσταση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία εξαγοράς και διαχείρισης του ενεργητικού της ΔΕΠΑ δεν συνέφερε αυτή τη δεδομένη χρονική περίοδο. Παρόμοια ανησυχητική κατάσταση επικρατεί και στο μέτωπο των τιμών ηλεκτρικού και φυσικού αερίου, όπου η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει από τις υψηλότερες τιμές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πράγμα που όχι μόνο δεν ενθαρρύνει την οιαδήποτε επενδυτική δραστηριότητα, αλλά δρα ως απωθητικός παράγων.
Το ακριβό εισαγόμενο φυσικό αέριο έχει δυσάρεστες επιπτώσεις στη διαμόρφωση τιμών καταναλωτή σε οικιακό και βιομηχανικό επίπεδο, ενώ επηρεάζει εξίσου αρνητικά τις τιμές ηλεκτρισμού, αφού σχεδόν το 26% της ηλεκτροπαραγωγής εξαρτάται από το φυσικό αέριο το οποίο επιβαρύνεται περεταίρω με αδικαιολόγητα υψηλή εγχώρια φορολογία. Η δε πλουσιοπάροχη αποζημίωση των δικτύων για το έργο μεταφοράς γίνεται συστηματικά εις βάρος του καταναλωτή.
Αλλά και στον χώρο των υδρογονανθράκων η κατάσταση δεν είναι καλύτερη, αφού παρά τη νομοθετική ρύθμιση το 2011 (βλέπε Ν. 4001/2011) ούτε ο φορέας για τις έρευνες έχει συσταθεί, ενώ ο διαγωνισμός μέσω της διαδικασίας Open Door για τα κοιτάσματα στη Δυτική Ελλάδα ένα χρόνο μετά (οι προσφορές υποβλήθηκαν στις 1.07.2013) δεν έχει ολοκληρωθεί. Και άρα τα όποια σχέδια και βλέψεις για την εκμετάλλευση των περιορισμένων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου που αποδεδειγμένα διαθέτει η χώρα μένουν πίσω χωρίς προοπτική υλοποίησης. Όλα τα ανωτέρω αναδεικνύουν με τον πλέον ανάγλυφο και εφιαλτικό τρόπο την πλήρη απουσία μίας εθνικής ενεργειακής στρατηγικής η οποία εάν υπήρχε έστω και σ’ ένα εμβρυακό επίπεδο είναι βέβαιο ότι θα είχε αποτρέψει το ολίσθημα τύπου ΔΕΠΑ και την ανεξέλεγκτη ανοδική πορεία ενεργειακών τιμών εν μέσω παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης.
Στην περίπτωση των αποκρατικοποιήσεων θα μπορούσαν να είχαν προηγηθεί άλλες ιδιωτικοποιήσεις με εξασφαλισμένο χρονοδιάγραμμα εσόδων (λ.χ. πώληση κρατικού μεριδίου στα ΕΛ.ΠΕ., πώληση ΛΑΡΚΟ, προκήρυξη ΕΠΑ, πώληση μονάδων ΔΕΗ) ενώ στις τιμές υπάρχει η ευχέρεια από πλευράς κράτους μείωσης των υπέρογκων ΥΚΩ προς όφελος του καταναλωτή. Και καλύτερα ας μην αναφερθούμε στην αγορά ΑΠΕ όπου οι παράλογα υψηλές τιμές Feed in Tariffs έχουν ρίξει έξω το σύστημα δημιουργώντας τεράστια ελλείμματα στον λειτουργό της αγοράς, του ΛΑΓΗΕ, με αλυσιδωτές επιπτώσεις για την ομαλή λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας συνολικά.
Με εξαίρεση το πείραμα του ΣΕΕΣ από την κυβέρνηση Καραμανλή του νεότερου, το οποίο ως γνωστό υπονομεύθηκε από την ίδια την τότε κυβέρνηση, και το Εθνικό Συμβούλιο Ενέργειας, το οποίο δημιουργήθηκε από τον Καραμανλή τον πρεσβύτερο, αλλά καταργήθηκε από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου στο πλαίσιο της γνωστής «αλλαγής», δεν έχει υπάρξει ουδεμία άλλη ουσιαστική προσπάθεια συντονισμένης ενεργειακής στρατηγικής σε εθνικό επίπεδο. Καιρός είναι η κυβέρνηση η οποία φαίνεται ότι είναι διατεθειμένη να κάνει τομές (βλέπε κλείσιμο ΕΡΤ) ν’ ασχοληθεί επί τέλους σοβαρά με το θέμα της ενέργειας προς αποφυγή νέων πειραματισμών, επικίνδυνων παραλήψεων, ατυχημάτων και ατυχών επιλογών που έχουν όμως βαρύτατο κοινωνικό κόστος.