
Η ενεργειακή κρίση οδηγεί στην συγκρότηση περισσότερων ενεργειακών κοινοτήτων
Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά Στοιχεία για τις Ενεργειακές Κοινότητες στην Ελλάδα του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ, Οκτώβριος 2021), οι ενεργές ενεργειακές κοινότητες, δηλαδή οι ομάδες πολιτών ή φορέων που παράγουν το δικό τους ρεύμα από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ανέρχονται σε 166, στη Δυτική Μακεδονία. Σε αυτό συνέβαλε κυρίως η ανασφάλεια που έχουν επιφέρει η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, οπότε και η τοπική κοινωνία αλλά και η αυτοδιοίκηση δεν «έμειναν» με σταυρωμένα τα χέρια. Με την απολιγνιτοποίηση στη Δυτική Μακεδονία να «πλησιάζει», τα σχέδια για τη μετάβαση της μεγαλύτερης ενεργειακής Περιφέρειας της χώρας σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία αρχίζουν να υλοποιούνται.
Μερικά σχετικά παραδείγματα ενεργειακών κοινοτήτων, έχουν συστήσει οι Δήμοι Κοζάνης και Φλώρινας-Πρεσπών, όπως επίσης και η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας σε συνεργασία με τους 13 Δήμους στα όριά της και με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Περιφέρεια σχεδιάζει να προχωρήσει στο προσεχές μέλλον στη σύσταση μιας ακόμη ενεργειακής κοινότητας με τους Τοπικούς Οργανισμούς Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ) της περιοχής, σε μια προσπάθεια μείωσης του ενεργειακού κόστους και πρασινίσματος του γεωργικού τομέα.
Στη ίδια περιοχή έχουν επίσης συσταθεί και εννέα ενεργειακές κοινότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, εκ των οποίων μάλιστα οι τρεις (από την ομάδα παραγωγών Proud Farm και από κατοίκους των περιοχών Υψηλάντη και Ελλησπόντου Κοζάνης) έχουν προχωρήσει στη συγκρότηση του πρώτου δικτύου ενεργειακών κοινοτήτων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα «ΟΦeΛΟΣ».
Μια ακόμη ενεργειακή περιοχή της χώρας, είναι αυτή της Αρκαδίας, καθώς εκεί έχουν συσταθεί 18 ενεργειακές κοινότητες, εκ των οποίων μία από την Περιφέρεια Πελοποννήσου στην οποία συμμετέχει και ο Δήμος Μεγαλόπολης. Συνολικά, ανά την Ελλάδα, από το 2018, οπότε θεσμοθετήθηκαν οι ενεργειακές κοινότητες έως και σήμερα, είναι ενεργές 1.017 κοινότητες. Ωστόσο, δεν έχουν όλες προχωρήσει στην κατασκευή των έργων με δεδομένα τα προβλήματα στη δανειοδότησή τους, αλλά και στις δυνατότητες επιδότησής τους.
Η πλειονότητα των ενεργειακών κοινοτήτων έχουν ιδρυθεί στην Κεντρική Μακεδονία (261), στη Δυτική Μακεδονία (166), στη Δυτική Ελλάδα (120), στη Θεσσαλία (112), στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη (102) και στην Αττική (87). Ακολουθούν οι Περιφέρειες Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας (με 49 ενεργειακές κοινότητες), Ηπείρου (44), Κρήτης (17), Ιονίου (5), Νοτίου Αιγαίου (3) και Βορείου Αιγαίου (2). Από το σύνολο των ενεργειακών κοινοτήτων ελάχιστες είναι οι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, δηλαδή εκείνες που στοχεύουν στην κάλυψη ιδίων ενεργειακών αναγκών.
Ωστόσο, παρά το θεσμικό πλαίσιο για τις ενεργειακές κοινότητες, δεν λείπουν ορισμένα εμπόδια, τα οποία δυσχεραίνουν την ανάπτυξή τους, σύμφωνα και με την κυρία Ιωάννα Θεοδοσίου, από τη δεξαμενή σκέψης «Green Tank». Με τον ν. 4821/2021 επιδιώχθηκε ενίσχυση των μικρών παραγωγών ΑΠΕ, προβλέποντας την εξαίρεση των φωτοβολταϊκών σταθμών μικρής ισχύος από ανταγωνιστικές διαδικασίες, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα να εγκαταστήσουν φωτοβολταϊκά μέχρι 500 KW εκτός διαγωνισμών. «Τέθηκε όμως ως προϋπόθεση ότι δεν πρέπει να διαθέτουν ήδη δύο έργα τέτοιας τεχνολογίας εκτός διαγωνισμών» σημειώνει η κυρία Θεοδοσίου.
Ενα μεγάλο «αγκάθι», σύμφωνα με την ίδια, μπήκε με τον ν. 4843/2021 καθώς ήρθη η υποχρέωση πλειοψηφικής συμμετοχής των φυσικών προσώπων σε ενεργειακές κοινότητες κερδοσκοπικού χαρακτήρα τόσο κατά τη σύσταση όσο και καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους. «Με αυτόν τον τρόπο διευκολύνθηκε η σύσταση ενεργειακών κοινοτήτων από εταιρείες, σε αντίθεση με το πνεύμα του θεσμού των ενεργειακών κοινοτήτων, που είναι η ενίσχυση της ενεργειακής δημοκρατίας μέσω της ενεργού συμμετοχής των πολιτών στην ενεργειακή μετάβαση» υπογραμμίζει.
Επιπλέον, μια σημαντική αλλαγή που επέφερε ο ίδιος νόμος είναι ότι πλέον οι ενεργειακές κοινότητες έχουν τη δυνατότητα να μεταβιβάζουν σταθμούς, όχι μόνο σε άλλες κοινότητες, αλλά και σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Αυτή η τροποποίηση από τη μία μεριά προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία στις μεταβιβάσεις αλλά από την άλλη αποδυναμώνει τον θεσμό των ενεργειακών κοινοτήτων επιτρέποντας δυνητικά τον περιορισμό τους μέσω της μεταφοράς σταθμών στην κυριότητα φυσικών ή νομικών προσώπων.
«Οι ενεργειακές κοινότητες δίνουν τη δυνατότητα στους πολίτες και τις επιχειρήσεις να παράξουν οι ίδιοι την ενέργεια που χρειάζονται από ΑΠΕ. Για τον λόγο αυτόν το εργαλείο των ενεργειακών κοινοτήτων θα πρέπει να ενισχυθεί τόσο θεσμικά όσο και οικονομικά, ιδίως τώρα που το υψηλό κόστος των ορυκτών καυσίμων έχει εκτοξεύσει το ενεργειακό κόστος» επισημαίνει η κυρία Θεοδοσίου. Και καταλήγει: «Ειδικά για τις λιγνιτικές περιοχές της χώρας, είναι σημαντικό να αξιοποιηθούν οι εθνικοί και ευρωπαϊκοί πόροι για τη Δίκαιη Μετάβαση για την ενίσχυση των ενεργειακών κοινοτήτων κοινωφελούς σκοπού που έχουν κεντρικό στόχο την κάλυψη ιδίων αναγκών».